27.3.14

Σύνθημα και όχι σύνθυμα


Υπάρχει εδώ και μια δεκαπενταετία, μπορεί και περισσότερο, ένα τραγούδι-σύνθημα στις εξέδρες των φανατικών του τριφυλλιού. Παολέ, παολέ με τα χέρια τεντωμένα πάνω και κάτω και μετά παλαμάκια.

Ισπανική υποχώρηση ακουγόταν πως λέγεται. Το γνωρίζετε σίγουρα. Παίζει όταν ξεκινάει το "Κωνσταντίνου και Ελένης". Το έφερες στο μυαλό σου; Καλό. Αρχικά φαινόταν πως ήταν επιρροή από τη γελοία αδελφοποίηση κομματιού του οπαδικού κινήματος με τους Οργκούλο Βικίνγκο της Ρεάλ Μαδρίτης, με όλους τους αναγκαστικούς συνειρμούς.

Δεν έχει να κάνει όμως με αποτυχημένες ισπανικές ναυμαχίες του 16ου αιώνα, μια και το περίφημο κομμάτι είναι του Pascual Marquina Narro, λέγεται "Espana Cani", που σημαίνει τσιγγάνικη Ισπανία.

Το εν λόγω σύνθημα δέσποζε στις κερκίδες παντού σε Βαλκάνια, Ευρώπη, Τουρκία, όπου αγωνιζόταν η ομάδα. Η αλήθεια είναι ότι συνοδευόταν από τρέλα και αγριάδα. Ο κόσμος γέμιζε ενέργεια ενώ ξεστόμιζε το λαλαλάλαλαλάλαλαλά πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλον στο χαρακτηριστικό τέμπο του τραγουδιού.

Έπειτα η ψύχωση του κόσμου για πρωτάθλημα και πρωτιά -βλέποντας από την άλλη τον αντίπαλο να τα σαρώνει- δηλητηρίασε το γνήσιο του ξεσπάσματος (στο λαλαλάλαλαλάλαλαλά) και κει που είχε την ψυχεδέλειά του, όπως η σχιζοφρένεια, μετεξελίχτηκε σε πιο κοφτό τοποθετώντας τη λέξη πρωτάθλημα τρεις φορές στη θέση του λαλαλάλαλαλάλαλαλά.

Η σκέψη είχε λογική γιατί σε κατάσταση πολέμου μπάλας η στεντόρεια φωνή χρησιμεύει περισσότερο από το πιο ψυχεδελικό που γράφτηκε πιο πάνω. Αρκετοί ξενέρωσαν με αυτή την ιστορία, δικαίωμά τους.

Η δικαίωση αργεί, τις περισσότερες φορές αρκετά, αλλά ενδέχεται και να 'ρθει. Αυτή ήρθε σήμερα, μαζί με την αμηχανία, την κρυάδα και στο τέλος το γέλιο των περισσότερων, όταν αναγκάστηκαν να πουν ή να ακούσουν τη λέξη πρωτάθλημα στο εν λόγω σύνθημα.

Και η αντίδραση έγινε αντιληπτή άμεσα, πέρασε επεξεργασία και το σύνθημα σταμάτησε, αποδεικνύοντας ότι μια κερκίδα μπορεί να έχει υψηλά αισθητήρια, προσαρμοστικότητα και κυρίως αυτοκρίση.

Προτείνω ξάστερα την ολντσκουλιά βερσιόν του συνθήματος, την ατόφια, τη γνήσια. Γιατί εμείς διαμορφώνουμε την ιστορία.



                      Την κερκιδοποίηση της τέχνης δεν την πρόβλεψε ούτε ο Πιτ Παπαδάκος.

26.3.14

Ένα λάθος (σωστό) πανό

Η φωτό τραβήχτηκε πριν 31 χρόνια. Η επίμαχη θα ανέβει, αν ταιριάξει, οσονούπω.

ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΣΤΗΜΕΝΟ ΠΑΙΧΤΕΣ ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΩΡΑ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΥΤΗ
(πανό πανθήρων, Πανιώνιος – Παναιτωλικός, 26 Μαρτίου 2014

Το  πανό των «Πανθήρων» ήταν καλό για τους τρίτους που υποστηρίζουν άλλες ομάδες και αυτή την περίοδο ήταν στην απέξω. Ήταν καλό και για τους αθλητικογράφους που έχουν αποφασίσει πως θα βγάζουν μεροκάματο καταγγέλλοντας το σύστημα. Ήταν καλό και για όσους «δεν ασχολούνται με τον οχετό της σούπερ λίγδας και βλέπουν μόνο τσάμπιονς λιγκ» και άλλα του επιπέδου τους.  Πιθανόν να ήταν καλό και όσους ήταν στο γήπεδο μιας και η έξωθεν καλή μαρτυρία και το προφίλ του «σκεπτόμενου οπαδού» που παραδοσιακά έχουν οι Πανιώνιοι είναι σημαντικό για την ανατροφοδότηση του εγωισμού τους.

Την ώρα του ματς άκουγες τον Καραλή στο ραδιόφωνο να λέει «πόσο κακό κάνει αυτό το πανό» στους παίχτες. Οι παίχτες -οποίος έχει παίξει έστω και μισή ώρα ένα ομαδικό άθλημα σε ματς της πλάκας και με διακύβευμα μια κόκα κόλα-  είναι οι τελευταίοι που επηρεάζονται. Ακόμα και σε στημένα ματς σκέφτονται μόνο την μπάλα,  το πώς θα τραβήξουνε τον αντίπαλο ώστε να μην μπορεί να διεκδικήσει κεφαλιά, άντε και πολύ πολύ να πάρουνε μια καμιά κάρτα αν θέλουν να γλιτώσουνε το επόμενο εκτός έδρας.

Τα παιδιά που είναι στους πάνθηρες έχουν μάλλον δίκιο. Δεν γίνεσαι μέλος σε σύνδεσμο οπαδών για να σε λένε παράρτημα, τσάτσο, Ολυμπιακό Β κ.λπ. Μπαίνεις για να περνάς ευχάριστα η ώρα σου. Και πιθανότατα η διαδρομή της ομάδας τους εδώ και τέσσερα περίπου χρόνια δον τους το επιτρέπει αυτό. Υπάρχει όμως λύση. Μιας και η συμμετοχή στον Πανιώνιο δεν είναι υποχρεωτική, μπορούνε να κάνουνε κόντρες με μηχανάκια, να κυνηγάνε γκόμενες, να κάνουν φάρσες στους καθηγητές τους, να παίζουν τζόγο στο ίντερνετ ακριβώς αυτά τα στημένα ματς και άλλα συναφή και απαραίτητα για την ηλικία τους πράγματα. 


Τους υπόλοιπους (που από τα επίσημα στοιχεία φαίνεται πως  είναι οι λιγότεροι από κάθε άλλο γήπεδο σούπερλιγδ) ας τους αφήσουν ήσυχους. Χαλάνε κατά μέσο όρο ένα τετράωρο (και κάποιες ώρες στην τηλεόραση ή στην εφημερίδα καθημερινά) κάθε δεκαπέντε μέρες για να διασκεδάσουν. Ξέρουν τι βλέπουν, ξέρουν τις δυνατότητες της ομάδας τους και των άλλων ομάδων. Ξέρουν τους συσχετισμούς δυνάμεων. Χαζοί δεν είναι. Θέλουν απλά να παραμυθιάζονται και κακό δεν κάνουν.  Όσο για τους συμπαθώντας της πρώτης παραγράφου, να μας κάνουνε τη χάρη να ασχοληθούνε με το σοσιαλισμό, τα ψαγμένα στέκια της πόλης, το Ελ Κλάσικο που καλύπτεις τις ανάγκες τους στη μπάλα και ό,τι άλλο θέλουνε. Ούτως ή άλλως και Πρέμιερ Λιγκ να ήταν το ελληνικό πρωτάθλημα, αυτοί τα Σαββατοκύριακα θα τα περνάγανε στις Σπέτσες.  
 Κίλλι "κοιλιακών" γκονζάλεζ

25.3.14

Ηλίας Μπαζίνας και 1821


Έτυχαν μαζεμένοι πολλοί και μεγάλοι πολεμιστές
Η εθνική παλιγγενεσία είναι φυσικά ένα πολυπλοκότατο φαινόμενο, που αυτό το κείμενο δεν φιλοδοξεί να αναλύσει. Υπήρξε όμως και μια πλευρά του φαινομένου που οι Έλληνες τείνουμε να ξεχνάμε ίσως διότι μας έχουν επιβάλει ήρωες ξένους και ψεύτικους: την πλευρά του πολεμιστή. Καλές όλες οι διπλωματίες και οι πολιτικές λύσεις, αλλά αν κάποιος δεν πιάσει τα άρματα στα χέρια του, δεν γίνεται τίποτα. Η Ελλάδα έχει κάνει πολλές προσπάθειες να απελευθερωθεί από την Άλωση κι έπειτα. Οι συγκυρίες έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα το 1821-28. Μια από τις συγκυρίες είναι ότι τότε έτυχαν μαζεμένοι και πολλοί μεγάλοι πολεμιστές.
Πού βάσιζαν όμως τις πολεμικές τους προσπάθειες οι αγωνιστές του '21; Ας ξεκινήσουμε από το πού δεν βασίζονταν.
Οι ξεσηκωμένοι Έλληνες πρώτα από όλα δεν είχαν άξιο λόγου ιππικό. H τάση τους λοιπόν ήταν πάντα να αποφεύγουν τις μάχες παρατάξεως, σε "αναπεπταμένα πεδία", που ήταν ακριβώς το φαΐ των Τούρκων ιππέων, των "σπαχήδων" ή σιπαχήδων, όπως είναι το πιο σωστό. Ευθύς εξ αρχής, μετά τη σφαγή του Δραγατσανίου, οι δικοί μας κατάλαβαν ότι οι ορθόδοξες πολεμικές τακτικές της εποχής δεν υπόσχονταν πολλά πράγματα γι' αυτούς. Ειδικά ο μεγαλοφυής Κολοκοτρώνης, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν έκανε χωρίς το άλογό του (οικογενειακή παράδοση γαρ) δεν έκανε αρχικά καμία προσπάθεια να δημιουργήσει ιππικό. Για το είδος ενδιαφέρθηκε μόνο κοντά στο τέλος του αγώνα, όταν γνώρισε και εξετίμησε τον Πορτογάλο αξιωματικό του ιππικού Αλμέιδα. Αντίστροφα, η ολέθρια για τα ελληνικά όπλα "μάχη" του Πέτα, "κατόρθωμα" των κάθε λογής Μαυροκορδάτων και λοιπών άσχετων περί τα πολεμικά, έδειξε ότι η μεγάλη δύναμη των Οθωμανών παρέμεινε το ιππικό τους. Ποτέ οι Έλληνες δεν κέρδισαν μάχη παρατάξεως σε κάμπο, που επέτρεπε ανάπτυξη ιππικού. Το πρόβλημα ήταν πιο μικρό από όσο φαίνεται, γιατί η Ελλάδα, σαν χώρος, ευνοεί πάνω από όλα τον πεζό πολεμιστή και τις τακτικές του ανταρτοπόλεμου.
Η συμφορά στο Μανιάκι ήταν αποτέλεσμα του ότι ο Παπαφλέσσας θέλησε να το παίξει στρατιωτικός. Ο τόπος ήταν ακατάλληλος για ταμπούρια και εξαιρετικά κατάλληλος για επελάσεις ιππικού. Οι Μανιάτες οπλαρχηγοί, που ήξεραν, δεν ήθελαν με τίποτα να δοθεί η μάχη στο Μανιάκι. Ο Σταυριανός Καπετανάκης έφυγε, ο Βοΐδης Μαυρομιχάλης, όμως, έμεινε και πήγε αδικοχαμένος.
Από όλους τους Έλληνες αγωνιστές, ο πιο ειδικός σε θέμα έφιππου πολέμου ήταν ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης. Τελικά χάθηκε κι εκείνος στο Φραγκοκάστελλο των Σφακιών, μαζί με τους "δροσουλίτες" του, αντιμετωπίζοντας υπέρτερες δυνάμεις τούρκικου ιππικού. Τα πνεύματα του Ηπειρώτη κένταυρου και των παλικαριών του βγαίνουν τα πρωινά του Μάη και σεργιανάνε στον τόπο της θυσίας τους.
Ούτε για σοβαρό χερσαίο πυροβολικό μπορούσαν να κάνουν λόγο οι Έλληνες. Στα κανόνια του Κιουταχή και -προπάντων- του ευρωπαϊκών στρατηγικών προδιαγραφών Ιμπραήμ δεν είχαν αντιπαρατάξουν τίποτα. Μόνον οι Επτανήσιοι αγωνιστές υπό τον Μεταξά είχαν πυροβόλα και δυτικού τύπου οργάνωση. Και αυτό φάνηκε περίτρανα στη μάχη του Λάλα, που στάθηκε στην ουσία μια λαμπρή νίκη των επτανησιακών κυρίως όπλων.
Φυσικά στη θάλασσα τα πράγματα άλλαζαν. Οι Έλληνες χωρίς να μπορούν να συναγωνισθούν το τονάζ και τη δύναμη πυρός μιας υπερδύναμης, όπως ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχαν πάντως και πλοία και κανόνια. Και προπάντων είχαν τα πυρπολικά, όπλο τρομακτικό στα χέρια ατρόμητων και αποφασισμένων ανθρώπων. Και, πάνω από όλα, τη ναυτική τέχνη, που οι Τούρκοι δεν κατάφεραν ποτέ να αποκτήσουν. Έτσι έχουμε το φαινόμενο μιας "τεχνολογικής ψαλίδας" υπέρ των ναυτικών και σε βάρος των χερσαίων δυνάμεων των Ελλήνων. Δηλαδή στη θάλασσα οι Έλληνες ήταν "μοντέρνα" δύναμη, όπως άλλωστε είχαν υπάρξει και οι Βυζαντινοί περισσότερο από μια χιλιετία νωρίτερα. Ενώ στη στεριά η πολεμική μας προσπάθεια βασιζόταν  σχεδόν αποκλειστικά στην ποιότητα των ανδρών.
Η ποιότητα αυτή, όμως, ήταν πραγματικά πανύψηλη και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ευόδωση του αγώνα. Πολεμιστές της κλάσεως ενός Καραϊσκάκη, Μάρκου Μπότσαρη, Ανδρούτσου ή Νικηταρά είναι θέμα αγαθής σύμπτωσης να τύχουν όλοι μαζί.
Ο Μπότσαρης ήταν ο τυπικός Σουλιώτης, με υπερτροφικό φιλότιμο και "μπέσα" και παντελή αδιαφορία για τον κίνδυνο. Όπως και ο εγωιστής και αγέρωχος Ανδρούτσος, ήταν πιο κατάλληλος για κερδίζει μάχες παρά πολέμους. Και οι δύο ήταν απαράμιλλοι στο να εμψυχώνουν και να παρασύρουν τους άνδρες τους μπροστά, συχνά χωρίς να έχουν σαφή εικόνα του τι πρόκειται να επακολουθήσει. Συνολικά όλοι οι Στερεοελλαδίτες ήταν φοβερά σκληροτράχηλοι, πραγματική πείρα πολέμων όμως είχαν πρώτοι οι Σουλιώτες και μετά όλοι οι άλλοι.
Στους Σουλιώτες και τους Μανιάτες κυρίως βασιζόταν ο Κολοκοτρώνης στα κρίσιμα πρώτα βήματα του αγώνα. Οι Μανιάτες ήταν πειθαρχημένοι και σπάνια επιχειρούσαν ατομικούς ηρωισμούς. H μακραίωνη αυτονομία τους έγινε αιτία να διαμορφώσουν βάσεις μόνιμης στρατιωτικής οργάνωσης, ιδίως στη λεγόμενη "Έξω" Μάνη. Χαρακτήρες αρκετά σκυθρωποί και εξοικειωμένοι με το θάνατο, συντηρούσαν το "δουφέκι" τους σαν παιδί τους και το γνώριζαν καλά. Μάχονταν από ενέδρες και με μεγάλη αποτελεσματικότητα, κάτι που φόβιζε ιδιαίτερα τους Τούρκους. Όλοι οι αγωνιστές, πάντως, γνώριζαν άριστα την τακτική της ενέδρας και του κλεφτοπόλεμου, γι' αυτό και προκαλούσαν μεγάλες απώλειες στον εχθρό, που είχαν σαν συνέπεια τη διάβρωση του ηθικού των Τούρκων.
Ιδιαίτερο τρόμο προκαλούσε στους Τούρκους ο Νικηταράς. Πολεμιστής αρχέγονων προτύπων, έκανε τη δουλειά με τα χέρια του και το ψυχρό ατσάλι. Όπως συνέβαινε και με τον Αχιλλέα, ούτε να του κρυφτής μπορούσες, ούτε να γλιτώσεις από αυτόν γιατί πολεμούσε από κοντά. Στη μάχη σώματος προς σώμα ο Νικηταράς ήταν, αν πιστέψουμε τις πολλές και σοβαρές μαρτυρίες που υπάρχουν, ένα από τα πιο "ανδροφόνα" μηχανήματα που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. (Φυσικά ο Ράμπο φονεύει περισσότερους αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...)
Άλλος τρομερός "σωματικός" μαχητής ήταν ο θηριώδης Κριεζώτης, που στη μάχη του Καματερού ξεπάστρεψε ένα ανυπολόγιστο αριθμό σπαχήδων με ένα ρόπαλο ή κατ' άλλους γκλίτσα. Κάτι σαν το γαϊδουροσάγωνο του Σαμψών, δηλαδή. Άλλοι αγωνιστές πάλι διακρίνονταν για τη χρήση των όπλων. Παραδείγματα ο Μητροπέτροβας που, αν και προχωρημένης ηλικίας, έκανε "το κάθε βόλι" του τουφεκιού του να μετράει. Φοβερός σκοπευτής λέγεται πως ήταν και ο Καραϊσκάκης, που είχε βέβαια σε υπερτροφικό βαθμό και όλα τα ταλέντα του μεγάλου επιτελικού στρατιωτικού.
Κοντολογίς, οι Έλληνες υπερείχαν πολύ από τους Τούρκους σε έμψυχο υλικό και φυσικά και σε κίνητρα, που είναι το άλφα και το ωμέγα κάθε σοβαρής πολεμικής προσπάθειας. Δηλαδή πολεμούσαν με το μυαλό, την ψυχή και τις δυνάμεις τους αδιαφορώντας για την ανισότητα των μέσων και του χρήματος σε βάρος τους...
Ηλίας Μπαζίνας, 25/3/95

13.3.14

Πιάσε σωστά, πούλα κομψά... τρέλα

My name is Sun Velo και... τράβα ένα δάχτυλο.
Σάντεϊ Βελόπουλος, κύριοι. Και κυρίες βέβαια. Αποτελεί το σύγχρονο δεξιό ψάλτη -με φωνή σπάστη- περί υδροπολιτικής (κάτω απ' το νερό βρίσκονται τα πετρέλαια και τα αέρια τα φυσικά), διπλωματίας τύπου μπιρίμπας και όχι μόνο.
Παίζει την πιάτσα στα δάχτυλα, αφού πρώτα έχει μιλήσει στη γλώσσα της. Όπου το συμφέρον γκαρίζει βρίσκεται ήδη. Όταν κάτι τείνει προς λήξιμο -ή δέσιμο- έχει πετάξει νύχτα. Εισβάλλει στα σπίτια πραξικοπηματικά και δρα ανεπαίσθητα.
Πραξικοπηματικά αφού δεν την κλείνεις τη ρημάδα. Εκεί ανοικτή στο κουζινάκι την έχεις συνδεδεμένη στη σούκου πρίζα σου. Για παρέα. Κι επειδή μετά το φαγητό έχεις βαρύνει και και οι επαναλήψεις των σειρών -για τις οποίες το σταφ πληρώθηκε σε δραχμές- δεν σ' αλαφρώνουν πια, κάνεις την ανατροπή.
Αλλάζεις κανάλια και πας στα πιο ψαγμένα με άμεσο σκοπό να μάθεις και κάτι να συζητάς με το φούρναρη. Γιατί έως εκεί είσαι γενικά. Άντε και με το συγγενή, στον οποίο αηδιάζεις να ρίχνεις το βλέμμα, στο τραπέζι με τη μαγειρίτσα, όταν και θα ανοιχτεί κουβέντα για την κρίση.
Ανεπαίσθητη επειδή αξιοπρόσεκτη είναι η ικανότητα του Σαν να αδρανοποιεί τις αρχικές συμπεριφοριστικές αντιδράσεις του κοινού-γόνα μπι πελατών, έτσι, για να δούμε πού θα το πάει ο κερατάς.
Ξεκινάει ένα σήμα εκπομπής που μοιάζει με αυτό το κλασικό που έπαιζε στις ομιλίες του Αντρέα το ογδόντα αλλά και με την εισαγωγή σε ένα βινύλιο των Pretty Maids, το ογδόντα και αυτοί. Μωρέ, του παλιού γιου της Αφροδίτης που διέπρεψε στη Γαλλία, αλλά τη χοντρή κονόμα την έκανε για μόνο μία παράσταση λίγο πιο πάνω από κει όπου αρχίζει η Συγγρού, κάτω από ένα βράχο με κάτι στύλους α λα πολ ντάνσινγκ.
Δεν είναι αυτό όμως. Η παραγωγή του όμως θυμίζει αυτές του Ζακ Ιακωβίδη. Ωραία.
Σκάει ο Σαν συνεπής, αλλά μόνος του. Ένα πουλί υπάρχει στο στούντιο, μια και ένας παπαγάλος με λουλακί μαλλί -"ναι", "όχι", "δίκιο έχεις", "πες τα" το ρεπερτόριό του- που τον συνοδεύει αυτομόλησε. Ξεκινά και ξηγιέται από την αρχή. "Συνέλληνες", λέει, "εδώ θα κάνουμε ανάλυση". Για να δούμε, σκέφτεσαι.
Ακολουθούν η Τουρκία που διαλύεται και δεν έχει ούτε ένα σύμμαχο (ορίστε;), η Γερμανία που στις αρχές του εικοστού αιώνα πρώτο σκοπό είχε να εξαφανίσει οτιδήποτε ελληνικό στη Μέση Ανατολή (ενδιαφέρον), ο Χριστόδουλος που τον κολλήσανε καρκίνο να τον βγάλουν από τη μέση (κόντρα στην ομοφοβία), το Σινούκ που το ρίξανε (έναν παπά καλό είχε μέσα αυτό), πάτερ Παστίτσιος, Ιωσήφ Βατοορινός σε κόμπακτ ντισκ (φωτό), Πούτιν, καγκεμπέ, αρκούδες (ο Βλάντιμιρ κάνει χαλάουα), Ρεπούση επειδή τη βόλεψε ο γαπ (όχι ρεπούστη).
Όλα τα παραπάνω με στεντόρεια αγριοφωνάρα με λίγο από γρέζι και σκασίματα σα χουζβάρνα καθαρό. Τόσο πολύ που τινάζεται ο σβέρκος σου απότομα και κοιτάς την μπλαφονιέρα. Ξαφνικά και κει που το 'χεις πάρει απόφαση πως έτσι θα σε πηγαίνει, η φωνή μαλακώνει (μγδ) και οι γουρλοματάρες του μαζεύονται.
Σσς. Μιλάει για τον Καραμανλή το μικρό. Τον καλό, αγαθό πατριώτη, που κάτι οι φωτιές κάτ' απ' τ' αυλάκι, κάτι που κάψανε την Αθήνα, κάτι με ένα ψευτοσκάνδαλο του Βατοπεδίου, τον εξόρισαν από το κέντρο και τον έστειλαν μόνιμα στη Ραφήνα.
"Γι' αυτόν δουλεύω τώρα, τι θέλετε; Γαμήστε με...", είναι σα να σου λέει με τη γλώσσα του σώματος ο μεγάλος Σαν Βέλο.
Καλά όλα αυτά, αλλά το μεροκάματο μεροκάματο. Και αρχίζει η επίδειξη βιβλίων. Εκεί φαίνεται όμως η μαεστρία του. Η φωνή πιάνει τον τόνο που αρμόζει και κρατώντας εκλεπτυσμένα τα βιβλία τα παρουσιάζει στην κάμερα μπροστά:
Για αρχή τα κόμπακτ, τα κρατάει πολύ κομψά. Νύχι καθαρό.
Γράμμος, Βίτσι, Ναπάλμ, Μπρασελέ: "Το βιβλίο που πολτοποίησε ο Παπανδρέου το ογδόντα". Υπενθυμίζεται ότι ο Σαν Βέλο ήτο εις το ΠΑΣΟΚ, αλλά το 'χει ξεχάσει τώρα. 

"Άλλο ένα κομμάτι που γράφει γεγονότα που κρύβουν". Αυτό πάει 1,5 ευρώ το μισόκιλο. 
Εννοείται πως είναι η τελευταία μέρα της προσφοράς, αλλά δεν έχει πει την τελευταία λέξη του ο Σαν. Μια και δουλεύει για να ξεπλένει τον Καραμανλή και να πουλάει την πραμάτεια του στους καραμανλικούς, αντιμετώπισε μια παγίδα που πολύ πιθανό να του κόστιζε ακριβά. Το βιβλίο το καλό ήταν του ιδρυτή της ΠΕΦΟ Κώστα Μπαρμπή, ιστορικού και γνωστού φασιστοειδούς. Τσακάλια και ύαινες της πολιτικής ο τίτλος του, αλλά το εξώφυλλο να το παρουσιάσεις ήθελε κάποιες πατέντες.
Ο Σαν αλλάζει τον τρόπο που κρατούσε τα βιβλία ώστε να κρύψει τον Καραμανλή (το μεγάλο), τον Αντρέα Παπανδρέου (ήτο κει, τώρα το θυμήθηκε), τον Πάνο Παναγιωτόπουλο και άλλους με τους οποίους μπορεί να ταιριάξει καμιά μπίζνα στο μέλλον. Έβγαλε στη σέντρα Κινέζο, χαζό, Μπρούμελ, DDR και Στουρνάρι. Το τελευταίο κι αυτό ΠΑΣΟΚ ήταν. Το άλλο ΠΑΣΟΚ όμως.